- στερνικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στέρνο2. φρ. α) «στερνικές πλευρές» — πλευρές οι οποίες αρθρώνονται άμεσα με το στέρνο, αλλ. γνήσιες πλευρέςβ) «στερνική παρακέντηση»ιατρ. διαδερμική παρακέντηση τού οστού τού στέρνου στο ύψος τού 2ου ώς 3ου μεσοπλεύριου διαστήματος, με ειδική βελόνα, για λήψη δείγματος αιμοποιητικού μυελού τών οστών, για εκτέλεση μυελογράμματος και, σπανιότερα, για ενδοστερνική μετάγγιση αίματος ή μεταμόσχευση οστικού μυελού.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνο. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].
Dictionary of Greek. 2013.